Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διάρροια

  • 1 διάρροια

    [диариа] ουσ. Θ. понос

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάρροια

  • 2 понос

    понос м η διάρροια
    * * *
    м
    η διάρροια

    Русско-греческий словарь > понос

  • 3 понос

    понос
    м ἡ διάρροια, ἡ εὐκοιλιότητα:
    кровавый \понос ἡ διάρροια μέ αίμα

    Русско-новогреческий словарь > понос

  • 4 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 5 слабить

    -ит
    ρ.δ. έχω διάρροια, ευκοιλιότητα. || προκαλώ διάρροια.

    Большой русско-греческий словарь > слабить

  • 6 желудок

    анат. о στόμαχος
    το στομάχι
    расстройство -ка η διάρροια, η ευκοιλιότητα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > желудок

  • 7 понос

    мед. η διάρροια, η ευκοιλιότητα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понос

  • 8 желудок

    желу́д||ок
    м τό στομάχι, ὁ στόμαχος:
    несварение \желудокка ἡ δυσπεψία, ἡ βαρυστο-μαχιά· расстройство \желудокка ἡ διάρροια, τό κόψιμο, ἡ εὐκοιλιότητα· ◊ на голодный \желудок νηστικάτα, νηστικός.

    Русско-новогреческий словарь > желудок

  • 9 закреплять

    закреплять
    несов
    1. (прикреплять) στερεώνω, συσφίγγω/ мор. δένω·
    2. (обеспечивать за кем-л., чем-л.) ἐξασφαλίζω·
    3. мед. (желудок) προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ τή διάρροια·
    4. фото, тех. φιξάρω, στερεώνω.

    Русско-новогреческий словарь > закреплять

  • 10 слабить

    слаб||ить
    несов безл:
    меня \слабитьит ἔχω διάρροια, ἔχω εὐκοιλιότητα

    Русско-новогреческий словарь > слабить

  • 11 закрепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•

    -и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.

    || δένω•

    -и веревку δέσε γερά την τριχιά.

    || σφίγγω, τεντώνω•

    -и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).

    (φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.
    2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•

    закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.

    3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.
    5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.
    στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > закрепить

  • 12 кровавый

    επ., βρ: -вав, -а, -о.
    1. αιματηρός•

    -ые события αιματηρά γεγονότα.

    2. αιμόφυρτος, καθημαγμένος.
    3. ματωβαμμένος•

    царь ματωβαμμένος τσάρος.

    4. κόκκινος, πορφυρός.
    εκφρ.
    кровавый понос – αιματερή διάρροια•
    - ая рвота – αιματημεσία•
    - ая местьπαλ. βλ. στη λ. кровный• -ые слёзы καυτά δάκρυα•
    кровавый пот – ιδροκόπημα (μόχθος)•
    до -го пота – μέχρι, ιόροκόπημα (ζεθέωμα, ζεπάτωμα),

    Большой русско-греческий словарь > кровавый

  • 13 понос

    α.
    διάρροια, ευκοιλιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > понос

  • 14 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 15 холерный

    επ.
    χολερικός, της χολέρας•

    -ые микробы τα μικρόβια της χολέρας•

    επιδημία χολέρας•

    -ая рвота ο εμετός της χολέρας•

    холерный понос διάρροια χολέρας•

    холерный больной χολερόβλητος, χολερ ιασμένος.

    ουσ. -
    -ая ο χολερικός, η χολερική• των χολερ ικών•

    -ая больница νοσοκομείο χολερικών•

    -ое кладбище νεκροταφείο χολερικών.

    Большой русско-греческий словарь > холерный

См. также в других словарях:

  • διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — flowing through fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»